- φιλόκαλος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που αγαπάει το ωραίο, ο φίλος του ωραίου, ο καλαίσθητος: Οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν φιλόκαλοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιλόκαλος — loving the beautiful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκαλος — η, ο / φιλόκαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.) 2. αυτός που επιζητεί διάκριση,… … Dictionary of Greek
φιλοκαλώτερον — φιλόκαλος loving the beautiful masc acc comp sg φιλόκαλος loving the beautiful neut nom/voc/acc comp sg φιλόκαλος loving the beautiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκάλως — φιλόκαλος loving the beautiful adverbial φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκαλον — φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem acc sg φιλόκαλος loving the beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλωτάτη — φιλόκαλος loving the beautiful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλωτέρους — φιλόκαλος loving the beautiful masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλώτατε — φιλόκαλος loving the beautiful masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλώτατοι — φιλόκαλος loving the beautiful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαλώτατος — φιλόκαλος loving the beautiful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)